- κρατηματάριο(ν)
- το (Μ κρατηματάριον) [κράτημα](βυζ. μουσ.)1. μουσικό είδος που περιλαμβάνει τα κρατήματα2. το βιβλίο που περιέχει διάφορα έντεχνα κρατήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγιορείτης, Συνέσιος — (15ος αι.). Μοναχός και μελοποιός εκκλησιαστικών ύμνων. Έζησε στα χρόνια της άλωσης και καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Μελοποίησε χερουβικά, κοινωνικά και διάφορα μαθήματα από το Κρατηματάριο και το Μαθηματάριο … Dictionary of Greek